άκων

άκων
(I)
ἄκων (-οντος), ο (Α)
είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak- «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με -ν-
πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη, καθώς και τα: λατ. agna «στάχυ», σανσκρ. asani- «αιχμή βέλους», γοτθ. ahana «άχυρο».
ΠΑΡ. ακόντιο, ακοντίζω
αρχ.
ἀκοντίας, ἀκοντί.
ΣΥΝΘ. ἀκοντοβόλος, ἀκοντοδόκος, ἀκοντοφόρος. Για περισσότερα βλ. λήμμα ακ-].
————————
(II)
-ουσα, -ον (Α ἄκων και ἀέκων) ή
αυτός που κάνει ή παθαίνει κάτι παρά τη θέλησή του, αναγκαστικά
νεοελλ.
φρ. «εκών-άκων», θέλοντας και μη, αναγκαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέκων < - στερ. + ἑκών.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκόντως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄκων — involuntary masc nom sg ἄ̱κων , ἀέκων involuntary masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκῶν — Ἄκης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκῶν — ἄκος cure neut gen pl (attic epic doric) ἀκέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀκή point fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόντεσσι — ἄκων involuntary masc dat pl (epic aeolic) ἀ̱κόντεσσι , ἀέκων involuntary masc/neut dat pl (attic epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόντεσσιν — ἄκων involuntary masc dat pl (epic aeolic) ἀ̱κόντεσσιν , ἀέκων involuntary masc/neut dat pl (attic epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόντων — ἄκων involuntary masc gen pl ἀ̱κόντων , ἀέκων involuntary masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκον — ἄκων involuntary masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοντα — ἄκων involuntary masc acc sg ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary neut nom/voc/acc pl (attic) ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοντας — ἄκων involuntary masc acc pl ἄ̱κοντας , ἀέκων involuntary masc acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοντε — ἄκων involuntary masc nom/voc/acc dual ἄ̱κοντε , ἀέκων involuntary masc/neut nom/voc/acc dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”